Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαυτοκρατορία
ουσιαστικό θηλυκό impe`ro ~m~ ((anche in senso figurato)) η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία==l'impero romano | έχτισε μια ολόκληρη αυτοκρατορία μέσα σε λίγα χρόνια==ha costruito un vero impero in pochi anni permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |