Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαυτοκινητικός
επίθετο automobili`stico αυτοκινητιστικοί αγώνες==gare, corse automobilistiche | αυτοκινητικό δυστύχημα==incidente automobilistico αυτοκινητιστικός επίθετο lo stesso che [αυτοκινητικός ^-ή, -ό^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |