Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόατυχία, (raro) ατυχιά
ουσιαστικό θηλυκό 1 sfortu`na ~f~; sventu`ra ~f~; disgra`zia ~f~; disde`tta ~f~ φοβερή ατυχία==terribile sfortuna | είχε την ατυχία να…==ha avuto la disgrazia, sfortuna, sventura di… | τι ατυχία κι αυτή!==che disdetta! 2 insucce`sso ~m~; fallime`nto ~m~ είχε πολλές ατυχίες στο χρηματιστήριο==ha subito una serie di rovesci in borsa 3 contratte`mpo ~m~; disgui`do ~m~; into`ppo ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |