Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ατύχημα  
ουσιαστικό ουδέτερο

incide`nte ~m~; infortu`nio ~m~ αεροπορικό ατύχημα==incidente aereo | τροχαίο ατύχημα==incidente stradale; incidente automobilistico | εργατικό ατύχημα==infortunio sul lavoro

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ατυχέστερος ατυχής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---