Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αυγή  
ουσιαστικό θηλυκό

a`lba ~f~; albo`re ~m~ ((anche in senso figurato)) την αυγή==all'alba | η αυγή του πολιτισμού==l'alba, gli albori della civiltà

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αυγερινός αυγινός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---