Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ατυχέστατος
επίθετο

superlativo di [ατυχής]

ατυχέστερος  
επίθετο

comparativo di [ατυχής]

ατυχής  
επίθετο

1 sfortuna`to; sventura`to; infeli`ce ατυχής έρωτας==amore infelice
2 infeli`ce; mal riusci`to ατυχής έκφραση==frase infelice | ατυχής προσπάθεια==tentativo infelice
3 infeli`ce; inopportu`no; intempesti`vo ατυχής παρατήρηση==osservazione infelice

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ατυράννητος ατύχημα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---