Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόατόνηση
ουσιαστικό θηλυκό attenuazio`ne ~f~ ατόνησις ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [ατόνηση] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |