Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ατονώ  
ρήμα αμετάβατο

diveni`re de`bole; pe`rdere vigore; indeboli`rsi; attenua`rsi; diminui`re το ενδιαφέρον μου ατόνησε==il mio interesse è diminuito, si è attenuato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άτονος ατοξικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---