Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόατράντακτος
επίθετο variante di [ατράνταχτος ^-η, -ο^] ατράνταχτος επίθετο incrolla`bile; so`lido; saldo; inconfuta`bile ατράνταχτα επιχειρήματα==argomenti inconfutabili permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |