Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ατομικιστής  
ουσιαστικό αρσενικό

individuali`sta ~m~

ατομικίστρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [ατομικιστής ^-ή, ο^]
2 individuali`sta ~f~

ατομιστής
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [ατομικιστής ^-ή, ο^]

ατομίστρια
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [ατομικίστρια ^-ας, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ατομικισμός ατομικιστικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---