ατομικιστής
ουσιαστικό αρσενικό
individuali`sta ~m~
ατομικίστρια
ουσιαστικό θηλυκό
1 femminile di [ατομικιστής ^-ή, ο^]
2 individuali`sta ~f~
ατομιστής
ουσιαστικό αρσενικό
variante di [ατομικιστής ^-ή, ο^]
ατομίστρια
ουσιαστικό θηλυκό
variante di [ατομικίστρια ^-ας, η^]