Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόασυγνέφιαστος
επίθετο variante di [ασυννέφιαστος] ασυννέφιαστος επίθετο senza nubi; sere`no ((anche in senso figurato)) permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |