Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ασυνήθης  
επίθετο

1 inso`lito; inconsue`to; inusita`to ασύνηθες θέαμα==spettacolo insolito
2 raro; inso`lito; ecceziona`le ασυνήθης κακοκαιρία==maltempo eccezionale

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ασυνεχώς ασυνήθιστα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---