Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ασύντακτος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 disordina`to; disorganizza`to ασύντακτο πλήθος==folla disordinata
2 grammatica pieno di errori sinta`ttici ασύντακτες προτάσεις==frasi sconnesse | μια ασύντακτη έκθεση==un tema pieno di errori sintattici
3 non reda`tto; non steso; non compila`to ασύντακτη αναφορά==rapporto non ancora compilato

ασύνταχτος
επίθετο

variante di [ασύντακτος ^-ου, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ασυνταίριαστος ασυνταξία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---