Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόασυρματιστής
ουσιαστικό αρσενικό radiotelegrafista ~m~; marconista ~m~ ασυρματίστρια ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [ασυρματιστής ^-ή, ο^] 2 radiotelegrafista ~f~; marconista ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |