Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ασυντρόφευτος  
ουσιαστικό αρσενικό

non accompagna`to; senza compagni`a; senza un compa`gno

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ασύντριπτος ασυρματιστής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---