Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ασυνήθιστος  
επίθετο

1 persona non abitua`to; non avve`zzo είναι ασυνήθιστος στο ποτό==non è avvezzo a bere
2 inconsue`to; inso`lito; inusita`to ασυνήθιστη συμπεριφορά==comportamento inconsueto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ασυνήθιστα ασυνθηκολόγητος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---