Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόασύλληπτος
επίθετο 1 non cattura`to; non arresta`to οι τρομοκράτες παρέμειναν ασύλληπτοι==i terroristi non sono stati ancora catturati 2 imprendi`bile; inafferra`bile 3 ((figurato)) inconcepi`bile; inintelligi`bile; incomprensi`bile; inafferra`bile έννοια ασύλληπτη για τον ανθρώπινο νου==concetto inconcepibile per la mente umana 4 ((figurato)) inconcepi`bile; inimmagina`bile; incredi`bile; fanta`stico ασύλληπτη ομορφιά==bellezza inimmaginabile ασύλληφτος επίθετο variante di [ασύλληπτος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |