Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόασυλία
ουσιαστικό θηλυκό 1 inviolabilità ~f~ 2 immunità ~f~ διπλωματική ασυλία==immunità diplomatica | η βουλευτική ασυλία==immunità parlamentare permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |