Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόάσυλο
ουσιαστικό ουδέτερο 1 asi`lo ~m~; protezio`ne ~f~ ζήτησε πολιτικό άσυλο==ha chiesto asilo politico 2 rifu`gio ~m~; riparo ~m~ βρήκε άσυλο στο σπίτι μας==ha trovato rifugio in casa nostra 3 ospi`zio ~m~; ente ~m~ assistenzia`le άσυλο ανιάτων==ente assistenziale per malattie incurabili permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο πολιτικό άσυλο = asilo [αρσ.] politico Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |