Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαστυνομικίνα
ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile popolare di [αστυνομικός ^-ού, ο^] 2 polizio`tta ~f~; age`nte ~f~ di polizi`a αστυνομικός επίθετο di polizi`a; polizie`sco αστυνομικό τμήμα==commissariato, posto di polizia | αστυνομική ταινία==film poliziesco αστυνομικός ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό polizio`tto ~m~; age`nte ~m~ di polizi`a permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο αστυνομικό σκυλί = cane [αρσ.] poliziotto || ο ιδιωτικός αστυνομικός = investigatore [αρσ.] privato || το αστυνομικό ρομάντζο = romanzo [αρσ.] giallo Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |