Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαστυφύλακας
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό polizio`tto ~m~; age`nte ~m~ di polizi`a; gua`rdia ~f~ αστυφύλαξ ουσιαστικό αρσενικό forma arcaica di [αστυφύλακας ^-α, ο^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |