Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΑστροπαλιώτης
ουσιαστικό αρσενικό variante di [Αστυπαλιώτης ^-η, ο^] Αστυπαλιώτισσα ουσιαστικό θηλυκό femminile di [Αστυπαλιώτης ^-η, ο^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |