Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αστροναύτης  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

cosmona`uta ~m~; astrona`uta ~m~

αστροναύτισσα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [αστροναύτης ^-η, ο^]
2 cosmona`uta ~f~; astrona`uta ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αστρολόγος αστροναυτική  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---