Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαστείο
ουσιαστικό ουδέτερο 1 sche`rzo ~m~; bu`rla ~f~ του έκανα ένα αστείο==gli ho fatto uno scherzo | άσε κατά μέρος τα αστεία==bando agli scherzi! | το είπα στ' αστεία==l'ho detto per scherzo | το έκανα στ' αστεία==l'ho fatto per scherzo | δεν παίρνει από αστεία==non sta allo scherzo | το γυρίζω στο αστείο==volgere qualcosa in scherzo | ούτε γι' αστείο!==neppure per scherzo! 2 ανέκδοτο barzelle`tta ~f~ δεν ξέρει να λέει αστεία==non sa raccontare le barzellette permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαγια αστείο = per dispetto Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |