Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαστειεύομαι
ρήμα παθητικό 1 scherza`re; motteggia`re αστειεύεται από το πρωί μέχρι το βράδυ==scherza dalla mattina alla sera 2 scherza`re; non parla`re seriame`nte ελπίζω να αστειεύεσαι==spero che tu stia scherzando | αστειεύεσαι;==ma stai scherzando?; ma scherzi? permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |