Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αστείος  
επίθετο

1 co`mico; buffo; diverte`nte; spasso`so μου διηγήθηκε μια αστεία ιστορία==mi racconto una storia buffa
2 ridico`lo; buffo έχει καταντήσει αστείος==ha finito col diventare ridicolo
3 ridi`colo; irriso`rio ένα αστείο ποσόν==una somma ridicola, una bazzecola+++αστείο πράγμα!==ma non è niente!; ma scherzi!; non è neppure il caso di parlarne! || ma non farmi ridere!

αστειότατος
επίθετο

superlativo di [αστείος]

αστειότερος
επίθετο

comparativo di [αστείος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αστειολογώ αστειότητα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ούτε γι' αστείο = neanche per idea!


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---