αρραβώνας
ουσιαστικό αρσενικό
1 fidanzame`nto ~m~; prome`ssa ~f~ di matrimo`nio
2 ((per estensione)) ane`llo ~m~ di fidanzame`nto
αρρεβώνα
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di [αρρεβώνας ^-α, ο^]
αρρεβώνας
ουσιαστικό αρσενικό
femminile di [αρραβώνας ^-α, ο^]