Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρραγός
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [αραγός]

άρραγος
επίθετο

variante di [άραγος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρραγής αρρεβώνα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---