Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαρραβωνιαστική
ουσιαστικό θηλυκό variante di [αρραβωνιαστικιά] αρραβωνιαστικιά ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [αρραβωνιαστικός ^-ού, ο^] 2 fidanza`ta ~f~ αρραβωνιαστικός ουσιαστικό αρσενικό fidanza`to ~m~ αρρεβωνιαστικός ουσιαστικό αρσενικό variante di [αρραβωνιαστικός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |