Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρνάκι  
ουσιαστικό ουδέτερο

agnelli`no ~m~ ((anche in senso figurato)) αρνάκι γάλακτος==agnellino da latte | έγινε αρνάκι μόλις τού μίλησα==appena gli ho parlato, è diventato un agnellino

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρμυροφαγωμένος αρναούτισσα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---