Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρνησίθεος  
επίθετο

miscrede`nte; a`teo

αρνησόθεος
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [αρνησίθεος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρνησιά αρνησίθρησκος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---