Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αρνητής  
ουσιαστικό αρσενικό

negato`re ~m~; rinnegato`re ~m~

αρνήτρα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [αρνητής ^-ή, ο^]

αρνήτρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [αρνητής ^-ή, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αρνησόχριστος αρνητικά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---