Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαθωότη
ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [αθωότητα] αθωότης ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [αθωότητα] αθωότητα ουσιαστικό θηλυκό 1 innoce`nza ~f~; non colpevole`zza ~f~ δεν κατάφερε ν' αποδείξει την αθωότητά του==non riuscì a dimostrare la sua innocenza 2 innoce`nza ~f~; ingenuità ~f~ η αθωότητα των παιδιών==l'innocenza dei bambini permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |