Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αθώος  
επίθετο

1 innoce`nte; non colpe`vole το δικαστήριο τον κήρυξε αθώο==il tribunale lo dichiarò innocente
2 inge`nuo; innoce`nte παραείναι αθώος, και θα τον εκμεταλλευτούν==è troppo ingenuo e loro se ne approfitteranno | αθώο βλέμμα==sguardo innocente
3 inno`cuo αθώο ψεματάκι==bugia innocua

αθωότατος
επίθετο

superlativo di [αθώος]

αθωότερος
επίθετο

comparativo di [αθώος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Άθωνας αθωότη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---