Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αθώωση  
ουσιαστικό θηλυκό

assoluzio`ne ~f~; proscioglime`nto ~m~ πανηγυρική αθώωση==assoluzione piena

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αθωώνω αθωωτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---