Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΑθηναία
ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [Αθηναίος ^-ου, ο^] 2 atenie`se ~f~; abita`nte ~f~ di Ate`ne Αθηναίος ουσιαστικό αρσενικό atenie`se ~m~; abita`nte ~m~ di Ate`ne permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |