Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αθέτηση  
ουσιαστικό θηλυκό

inosserva`nza ~f~; violazio`ne ~f~ αθέτηση συμβολαίου==inosservanza di un contratto | αθέτηση υπόσχεσης==inosservanza di un contratto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αθέσπιστος αθετήσιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---