Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαθεράπευτος
επίθετο 1 incura`bile; inguari`bile αθεράπευτη νόσος==male incurabile 2 ((figurato)) incorreggi`bile; inguari`bile αθεράπευτο πάθος==passione inguaribile permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |