Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αθεόφοβος  
επίθετο

1 senza timo`r di Dio
2 ((figurato)) sciagura`to; disgrazia`to; mascalzo`ne; scapestra`to άκου τι τρέλα έκανε η αθεόφοβη η κόρη μου!==senti che pazzia ha fatto quella sciagurata di mia figlia!

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άθεος αθέρα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---