Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπολυτήριο
ουσιαστικό ουδέτερο 1 scuola lice`nza ~f~ απολυτήριο δημοτικού==licenza elementare | απολυτήριο γυμνασίου==licenza media | το απολυτήριο του Λυκείου==licenza liceale || diploma di maturità 2 militare conge`do ~m~ το απολυτήριο στρατού==(foglio di) congedo permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο απολυτήριο λυκείου = diploma [αρσ.] di maturità || οι εξετάσεις [f.] γιά το απολυτήριο = esame [αρσ.] di maturità Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |