Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπολογισμός
ουσιαστικό αρσενικό 1 economia bila`ncio ~m~ consunti`vo; rendico`nto ~m~ απολογισμός των εξόδων==rendiconto delle spese 2 ((figurato)) bila`ncio ~m~; rendico`nto ~m~; resoco`nto ~m~ απολογισμός των θυμάτων μιας τραγωδίας==bilancio delle vittime di una sciagura | κάνω απολογισμό της ζωής μου==fare il bilancio della mia vita permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |