Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απολογητής  
ουσιαστικό αρσενικό

1 difenso`re ~m~
2 religione apologeta ~m~; apologi`sta ~m~

απολογήτρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [απολογητής ^-ή, ο^]
2 difenditri`ce ~f~
3 religione apologeta ~f~; apologi`sta ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απολλώνιος απολογητική  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---