Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απόδυση  
ουσιαστικό θηλυκό

assunzio`ne ~f~

απόδυσις
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [απόδυση ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποδύομαι αποδυσπέτησις  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---