Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποζημίωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 risarcime`nto ~m~; indenni`zzo ~m~ η ασφάλεια αρνείται να πληρώσει την αποζημίωση==l'assicurazione si rifiuta di pagare i danni
2 indennità ~f~ αποζημίωση λόγω απολύσεως==indennità di licenziamento | βουλευτική αποζημίωση==indennità parlamentare | πολεμικές αποζημιώσεις==riparazioni di guerra

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποζημιώνω αποζημιώσιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---