Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποζημιώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 indennizza`re; risarci`re το κράτος αποζημιώνει τους πλημμυροπαθείς αγρότες==lo stato risarcirà gli agricoltori colpiti dall'alluvione
2 ((per estensione)) compensa`re; ricompensa`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποζημιωμένος αποζημίωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---