Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποχαιρετισμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 salu`to ~m~ (d'addi`o); addi`o ~m~
2 conge`do ~m~; dista`cco ~m~; addi`o ~m~; commia`to ~m~ ο αποχαιρετισμός ήταν πολύ οδυνηρός==l'addio fu molto sofferto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποχαιρετισμένος αποχαιρετιστήριος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---