Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποβουτύρωση
ουσιαστικό θηλυκό scrematu`ra ~f~ αποβουτύρωσις ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [αποβουτύρωση ^-ης, η^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |