Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποβουτυρωμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [αποβουτυρώνω]
2 screma`to αποβουτυρωμένος γάλα==latte scremato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποβολιμαίος αποβουτυρώνω  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το μερικώς αποβουτυρωμένο γάλα = latte [αρσ.] parzialmente scremato


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---