Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποβολή
ουσιαστικό θηλυκό 1 espulsio`ne ~f~; sospensione ~f~ του έδωσαν τρεις μέρες αποβολή==gli hanno dato tre giorni di sospensione 2 il liberarsi ~m~ η αποβολή των κακών συνηθειών==il liberarsi dalle cattive abitudini 3 medicina abo`rto ~m~ sponta`neo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |