Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απλώθω
ρήμα μεταβατικό

variante di [απλώνω]

απλώνομαι
ρήμα παθητικό

ste`ndersi; espa`ndersi

απλώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 ste`ndere; te`ndere; po`rgere άπλωσε το χέρι του να πιάσει το ποτήρι==stese la mano per afferrare il bicchiere | απλώνω το χέρι για χειραψία==porgere la mano in segno di saluto
2 ste`ndere; spiega`re το γεράκι άπλωσε τα φτερά του==il falco ha spiegato le ali | απλώνω το τραπεζομάντιλο==stendere la tovaglia
3 ste`ndere; diste`ndere; sciorina`re απλώνω την μπουγάδα==sciorinare il bucato | απλώνω τα ρούχα στην ταράτσα==stendere i panni sul terrazzo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άπλυτος άπλωμα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


απλώνω τα πόδια = allungare le gambe [θηλ. πλυθ.] || απλώνω χέρι = alzare le mani


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---